συμπιλώ

συμπιλώ
(ε) μετ.
1) прессовать, сжимать; 2) сваливать (шерсть); 3) неодобр, компилировать;

συμπιλούμαι — сваливаться (о волосах, шерсти)


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "συμπιλώ" в других словарях:

  • συμπιλώ — (I) συμπιλῶ, έω, ΝΑ 1. συμπιέζω, πιέζω δυνατά, συνθλίβω 2. συνεκδ. καθιστώ κάτι συμπαγές, συμπυκνώνω («τὸ αὐτὸ μέγεθος οὐ δοκεῑ συμπιληθὲν γίνεσθαι βαρύτερον», Αριστοτ.) νεοελλ. μτφ. συγκεντρώνω περικοπές από διάφορες πηγές και τίς συναρμόζω σε… …   Dictionary of Greek

  • συμπιλώ — ησα, ημένος, συνενώνω άτεχνα διάφορες ιδέες και συγκροτώ ένα σύνολο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συμπίληση — η / συμπίλησις, ήσεως, ΝΜΑ [συμπιλῶ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συμπιλώ …   Dictionary of Greek

  • συμπίλημα — το, ΝΜ [συμπιλῶ] καθετί που έχει σχηματιστεί με συμπίληση, μίγμα που έχει αποτελεστεί από συμπίεση διαφόρων πραγμάτων νεοελλ. μτφ. κείμενο που έχει προέλθει από συμπίληση, σύμφυρμα, συνονθύλευμα …   Dictionary of Greek

  • συμπιλητής — ο, Ν [συμπιλώ] αυτός που συμπιλεί, που συγκροτεί ένα κείμενο παραθέτοντας και συμφύροντας περικοπές και αποσπάσματα από διάφορες άλλες πηγές …   Dictionary of Greek

  • συμπιλητικός — ή, όν, ΜΑ [συμπιλῶ] επιτήδειος ή κατάλληλος για σύνθλιψη ή κλείσιμο («τὸ δὲ ψυχρὸν παχυμερέστερον καὶ συμπιλατικὸν πόρων ἐστί», Τιμ. Λοκρ.) …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»